- ὑπερκαθίστημι
- ὑπερκαθ-ίστημι, [dialect] Dor. inf. -κατιστάμεν,A pay on another's behalf,
ἄταν Leg.Gort.11.35
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄταν Leg.Gort.11.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερκαθίστημι — Α [καθίστημι] πληρώνω για λογαριασμό άλλου … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek